- γεύσεων
- γεύσεω̆ν , γεῦσιςsense of tastefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κετόνες — Ομάδα οργανικών ενώσεων με τον γενικό χημικό τύπο:  Oι κ. περιέχουν στο μόριό τους μια χαρακτηριστική ομάδα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα ενωμένο με έναν διπλό δεσμό με ένα άτομο οξυγόνου. Η ομάδα αυτή ονομάζεται καρβονύλιο (C = Ο) και… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
καπρινικό οξύ — Ονομασία λιπαρού οξέος του τύπου C9H19COOH. Είναι σώμα κρυσταλλικό, έχει σημείο τήξης 31°C, σημείο βρασμού 271°C, έντονη καυστική γεύση, αηδιαστική οσμή και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο νερό. Βρίσκεται με τη μορφή γλυκεριδίου σε πολλά λίπη και έλαια … Dictionary of Greek
κουάρκ — Στοιχειώδες σωματίδιο. Θεωρητικά, αποτελεί (μαζί με τα λεπτόνια) το δομικό υλικό όλων των κύριων συστατικών του ατόμου (θεμελιώδη φερμιόνια). Η επιστημονική προσέγγιση του προβλήματος των κ. απασχολεί τους φυσικούς υψηλών ενεργειών εδώ και τρεις… … Dictionary of Greek